γκιόσος

γκιόσος
και γκέσος, -α, -ο
ζώο που έχει συνήθως βαθύτερο χρωματισμό στο υπόλοιπο σώμα και ανοιχτότερο στο πρόσωπο ή στα πόδια ή στο στήθος ή στην κοιλιά ή σε όλα τα μέλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”